Θεριό Ανήμερο...

Ποιος είδε το Θεριό και δεν το φοβήθηκε;Ε;; Ποιος;;

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Αντιλέγω...

Έχω μια γνωστή. Καλή κοπελίτσα (οι κακοί άλλωστε είναι στη φυλακή). Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι καθ' εκάστην φοράν που κάνει κάποιος κουβέντα μαζί της, αυτή υποστηρίζει το αντίθετο. Αδιακρίτως.
Άσπρο ο ένας; Μαύρο αυτή. Μέρα ο άλλος; Νύχτα αυτή. Μαύρο ο ένας; Άσπρο αυτή. Νύχτα ο άλλος; Μέρα αυτή (ο ένας και ο άλλος επιλέχθηκαν τυχαία, οποιαδήποτε ομοιότητα με εσάς ή κάποιον γνωστό σας είναι συμπτωματική, στον λόγο της τιμής μου). Κόντρα για την κόντρα δηλαδή.
Έτσι, για το σπορ.
Να ξεκαθαρίσω ευθύς ότι εγώ είμαι άνθρωπος που θαυμάζει τους άνθρωπους που κάνουν σπορ. Μέχρι το σημείο όμως που αρχίζει και με αφορά.

Με γεια σου με χαρά σου ας πούμε να παίζεις τένις, αλλά άμα σου φύγει η ρακέτα και μου έρθει καπέλο τότε με νοιάζει και με παρανοιάζει (καθόσον δεν μου πηγαίνουν καθόλου τα καπέλα, δεν είναι διόλου του στυλ μου).
Αυτή τώρα, φανταστείτε να υπάρχει μέσα σε μια παρέα (στην οποία δεν την φώναξα εγώ, εξού και δεν μπορεί κανείς να μου πει ότι βάζω τα χέρια μου και βγάζω τα μάτια μου) και να γίνεται μια συζήτηση. Για οποιαδήποτε θέμα, επί προσωπικού, κοινωνικού, πολιτικού, μπουρδολογικού αντικειμένου. Και να συμφωνεί όλη η ομήγυρης σε κάτι προφανές, αλλά ετούτη εκεί. Ντουβάρι.
Ας πάρουμε για παράδειγμα ότι θέλουμε να αποφανθούμε περί του αρχαιοτέρου των ερωτημάτων.
Πετάει ο γάιδαρος;
Τι θα πει ο πάσα εις λογικός άνθρωπος;
Τσου.
Όχι, αυτή θα επιμείνει.
Πετάει ο γάιδαρος.
Πώς βρε καλή μου, αφού δεν έχει φτερά.
Μπορεί να υπάρχει κάποιος που να έχει.
Ναι, αλλά αν υπήρχε δεν θα τον είχε δει κανείς;
Μπορεί να τον είδε.
Και δεν το είπε πουθενά;
Μπορεί να είναι μουγκός.
Μπα που να μουγκαθείς εσύ, κακορίζικη (με συγχωρείτε για την έκρηξη, αλλά μ' έσκασε πια)!

Δεν ξέρω, κι εγώ ήμουν κάποτε πνεύμα αντιλογίας άνευ λόγου και αιτίας, αλλά μετά που έκλεισα τα 16 (πέρσι δηλαδή), αντελήφθην το χαζό του πράγματος και το έκοψα. Αυτή πότε θα το αντιληφθεί;

Υ.Γ. Είχα δεν είχα ταράχτηκα πάλι κι είναι μόνο Πέφτη ακόμη, άλλη μια ολόκληρη μέρα μέχρι του σου κου δηλαδή...

Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2006

Πανικοβάλλομαι...

Έχω έναν φίλο. Καλό παιδί, χρυσό (αφού κάνει παρέα με μένα τι θα 'τανε;). Μόνο που έχει ένα κουσουράκι.
Τόσο δα μικρούλι, δηλαδή ανάξιο λόγου εδώ που τα λέμε, αλλά το αναφέρω έτσι για το ευ-αγωνίζεσθαι.
Τον πιάνει ένας πόνος στη μέση;
Έχει δισκοκοίλη βαρέας μορφής.
Τον πονάει το χέρι του;
Έχει δύο ώρες καιρό μέχρι να πάθει έμφραγμα του μυοκαρδίου (όχι ότι να 'ναι).
Τον πιάνει πονοκέφαλος;
Ράφτε τα μαύρα συγγενείς.
Τέτοια πράγματα φορ ιξάμπλ.
Βρε τι δεν τον λέω για να μην τον κυριεύει ο πανικός. Δες τα βρε άνθρωπε τα πράγματα λίγο πιο λάιτ! Δες τα λίγο πιο χαλαρά! Όλες οι θανατηφόρες ασθένειες εσένα θα 'ρθουνε να βρούνε, με τίποτα άλλο δεν έχουν να ασχοληθούν πια;
Άλλωστε στον δρόμο της ζωής συναντάμε όλοι μας κακοτράχαλα μονοπάτια, δύσβατες διασταυρώσεις, βαθιά ποτάμια, τσουκνίδες, κροκόδειλους (υπερβάλω λίγο αλλά μου αρέσει), λιοντάρια, δράκους, δεινοσαύρους, τυφώνες, τσουνάμια, σεισμούς, λοιμούς και καταποντισμούς. Και τι μ' αυτό; Στο τέλος πάντα τα καταφέρνουμε! Πώς είμαι τόσο σίγουρη; Δεν είμαι.
Απλά, σκέφτομαι θετικά.
Λειτουργεί όμως πάντα (δε ρωτάω εγώ, εσείς ενδεχομένως να αναρωτιέστε, ενδεχομένως πάλι και να μην αναρωτιέστε, πού στην ευχή να ξέρω κι εγώ τι από τα δύο ισχύει, μένδιουμ είμαι;). Η ειλικρινής απάντηση είναι ότι το αποτέλεσμα δεν είναι 100% εγγυημένο. Σόου γουάτ;
Και στην τελική, δεν πεθάναμε τόσα χρόνια, τώρα θα πεθάνουμε;

Υ.Γ. Τώρα που το σκέφτομαι, εδώ και μέρες έχω έναν μυστήριο πόνο στον δεξιό αστράγαλο...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

Ξαλαφρώνω...

Είχα διαβάσει κάποτες ένα ανέκδοτο. Θα μου πείτε για να το διάβασα, πάει να πει το εκδώσανε, και καλά θα μου πείτε, οπότε θα αυτοδιορθωθώ και θα ξαναρίξω. Είχα διαβάσει κάποτες ένα έκδοτο. Δεν το είχα πολυκαταλάβει τότε, ένεκα του νεαρού της ηλικίας φαντάζομαι. Τώρα που έχω ωριμάσει περισσότερο όσο να 'ναι (στην σκέψη μόνο, στα χρόνια ιτς) το θυμάμαι και χαμογελάω. Όχι που είμαι χαζοχαρούμενη, αλλά που τώρα καταλαβαίνω την αξία του λογοπαιγνίου.
Θα μπορούσα να σας σκάσω και να μην μπω στο θέμα. Να το γυροφέρνω. Αιωνίως. Έκτός που είμαι πολύ καλή σ' αυτό, σήμερα έχω και όρεξη για ψιλοκουβέντα του τύπου σε_δουλειά_να_βρισκόμαστε. Αλλά τελικά λέω να σας λυπηθώ και να μπω στο ψητό ευθύς, μην τυχόν δυσαρεστηθείτε και σας χάσω από πελάτες.

Ήταν λέει ένας που είχε ένα πολύ μικρό σπίτι και έμενε εκεί με την γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά. Άμα λέω πολύ μικρό, ένα δωμάτιο μια στάλα όλο κι όλο, χώρια βεβαίως ο λουτροκαμπινές (με το συμπάθιο). Πήγε λοιπόν στον σοφό του χωριού (φανταστείτε έναν σεβάσμιο γέροντα με άσπρα μαλλιά τύπου Άη Βασίλη, χωρίς όμως τα κόκκινα της φωτιάς, τους ταράνδους και τα δώρα) και τον ερώτηξε τι να κάμει για να λύσει το πρόβλημά του.
Εγώ άμα με ρωτούσε πάντως θα του έλεγα να τραβήξει να βρει μια δεύτερη δουλειά και να πάρει και κανένα δάνειο για να νοικιάσει μεζονέτα μπας και φτουρήσει. Αλλά δε με ρώτησε.
Ο σεβάσμιος γέρων τον εσυμβούλευσε να φιλοξενήσει για λίγες μέρες τους γονείς του στο σπίτι. Αντέδρασε μεν ο ταλαίπωρος, καθόσον εδώ δε χωρούσαν οι ίδιοι τους, πόσο μάλλον να φεσωθούν εξτρά λαό, αλλά ακολούθησε την συμβουλή του προαναφερθέντος μπάρμπα.
Ξαναπήγε τρέχοντας μετά από δύο μέρες, για να γκρινιάξει ότι η κατάσταση είχε χειροτερεύσει. Τότε αυτός τον είπε να φιλοξενήσει και τους πεθερικούς του. Ξανα-αντέδρασε ο φουκαράς, αλλά ξανα-ακολούθησε την συμβουλή του προαναφερθέντος θείτσου.
Να σου τον πάλι μετά από δύο μέρες (τουτέστιν δύο πριν και δύο τώρα τέσσερις, για να κρατάμε και το σκορ) για να ενημερώσει ότι κόντευανε να λαλήσουνε. Τότε αυτός τον είπε να φιλοξενήσει και τα ζωντανά του. Αφού σιγομουρμούρισε κάτι για τα πεθαμένα του, ω τι πρωτότυπο, εφάρμοσε ό,τι τον είπε ο πάππος.
Κίνησε μετά από λίγη ώρα (μα τι ανυπόμονος άνθρωπος!) για να ρωτήσει αυτή τη φορά από που παν για το τρελάδικο (ενταύθα). Τότε, αντί της διευθύνσεως του τρελαδίκου (διότι δεν εγνώριζε που μένω ο παντογνώστης της κακιάς ώρας) του είπε να διώχτσει τους γονιούς του πίσω από εκεί που ήρθανε. Με χαρά περισσή, το έκαμε αμέσως.

Λίαν συντόμως, επήγε να τον ευχαριστήσει αλλά και συνάμα να του μηνύσει ότι η κατάσταση αν και είχε κάπως βελτιωθεί, εξακολουθούσε να είναι πολύ στενόχωρη. Άιντε διώχτσε και τους πεθερούς σου, τον λέει εκείνος. Με λίγη χαρά πιότερη απ' ότι πριν, εκτέλεσε και αυτή την εντολή.
Για το τέλος άφησε βεβαίως τα ζα, ένεκα που η αποσυμφόρηση έλαβε χώρα με προτεραιότητα ανάλογη της σειράς εμφανίσεως, για να τηρηθεί το φερ πλέι.
Αφού ολοκληρώθη η αποσαβουροποίηση, ρώτησε ο υπερήλικας τον νιο, πώς ήταν τα πράγματα.

Α τώρα, λέει αυτός, τώρα είμαστε πολύ άνετα!
Ηθικόν δίδαγμα; Όταν νομίζουμε ότι είμαστε πολύ ζορισμένοι, φορτώνουμε, φορτώνουμε, φορτώνουμε, για να διαπιστώσουμε μετά, όταν αρχίσουν να φεύγουνε τα βάρητα ένα ένα, ότι τα πράγματα δεν είναι τελικά τόσο χάλια όσο αρχικά νομίσαμε.


Υ.Γ. Έλα φορτώστε, φορτώστε!

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

Αντιπαθώ...

Ήτανε που λέτε καλά μου παιδιά, να πάω κι εγώ σαν άθρωπος μια εκδρομή το γουικέντ που μας πέρασε . Όχι ότι τρελαινόμουν κιόλα. Προσγειωμένα πράματα.
Μου μηνύσανε λοιπόν από την συγκεκριμένη παρέα να πάμε Παρασκευή βράδυ για ποτό κάποιοι εκ της οργανωτικής επιτροπής, δια να βολέψουμε τα της μετακινήσεως (διότι να διακτινιστούμε θα ήταν πρακτικό αλλά προς το παρόν δεν διαθέτουμε την απαραίτητη τεχνογνωσία).
Πάω λοιπόν κι εγώ απίκο στην ώρα μου στο μπαρ όπου εγένετο η συνάντησις. Είχε και ζωντανή μουσική, η οποία μου αρέσει γενικώς πολύ (κυρίως σε σύγκριση με την νεκρή μουσική, η οποία ουδόλως με εμπνέει). Την λεπτομέρεια αυτή την προσκομίζω για να υπογραμμίσω ότι υπήρχε μια γενική βαβούρα και δεν μας έπαιρνε για πολλές πολλές κουβέντες. Είχαμε δε μαζευτεί εκτός των γνωστών και διάφοροι άλλοι ο γνωστός - του γνωστού - ω γνωστέ.

Αν και φημίζομαι για το επικοινωνιακό μου ταλένδο δεν το ενεργοποίησα την βραδιά ετούτη, πρωτίστως λόγω της προαναφερθείσας μπαχαλοκατάστασης και δευτερευόντως επειδή ψιλοβαριόμουν.
Τριαλαλί τριαλαλό πέρασε η ώρα και εδέησα κάποια στιγμή να σηκωθώ για να αποχωρήσω (έχω κι ένα σπίτι πια, δεν μπορώ να είμαι συνέχεια στους δρόμους).
Λοιπόν, τι θα γίνει παιδιά, πώς θα πάμε αύριο; ήρθα και ερώτησα.
Α, ξέρεις, θα έχει χώρο στο αμάξι ο τάδες.
Ο τάδες; Ποιος είναι ο τάδες;
Να, αυτός εκεί.
Γκουλπ (επιφώνημα εκπλήξεως)! Αυτός εκεί;
Ξέρω, δεν κάνει να κρίνουμε ανθρώπους πριν τους γνωρίσουμε. Αλλά τι να κάνουμε που υπάρχουν και τα ρημάδια τα ένστικτα; Με το που τον είδα τον περί ου ο λόγος, με ήρθε μια ζαλούρα, μια αναγούλα, ένα ανακάτεμα (όχι δεν είμαι σε ενδιαφέρουσα, απλά χρησιμοποιώ τα συμπτώματα αυτά για να καταδείξω τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε η θέα του ανθρώπου αυτού στην ακριβή μου υγεία). Όχι που ήταν άσκημος. Ούτε βεβαίως που ήταν όμορφος, αφού δεν ήταν. Δεν ξέρω, η εντύπωση που μου έδωσε ήταν ενός ανθρώπου πολύ αντιπαθητικού, από αυτούς που λένε τη μια βλακεία μετά την άλλη για να δείξουν ότι έχουν προσωπικότητα και το μάτι τους γυαλίζει μόλις δει γυναίκα. Ξέρετε, από αυτούς που κολακεύουν με κλισέ και θέλεις απλά να πεις "α παράτα μας ρε γελοίε". Τέτοιος.
Αμ δεν μπαίνω εγώ σ' αυτουνού το αμάξι, που να έχω 41 πυρετό και να με πηγαίνει στο νοσοκομείο.
Που να είμαι στα πρόθυρα αφυδάτωσης και να με πηγαίνει στην πηγή.
Που να έχω να φάω μια βδομάδα και να με πηγαίνει σε εστιατόριο.
Δε μπαίνω, πάει και τέλεψε!
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το ανοσοποιητικό μου δεν ήταν στα καλύτερά του και την άλλη μέρα ξύπνησα ασθενούσα (ήμουν που ήμουν, είχα και το κακό συναπάντημα, πόσο ν' αντέξει ένας οργανισμός;), οπότε είχα μια καλή δικαιολογία για να μην πάω.

Πάντως η αλήθεια είναι ότι δεν μου έχει τύχει πολλές φορές να δω έναν άνθρωπο και να τον αντιπαθήσω αμέσως, χωρίς καν να χρειαστεί να του μιλήσω. Αλλά αυτές τις λίγες που μου έτυχε, δεν τις ξεχνάω με τίποτα.
Χώρια που όπως έμαθα εκ των υστέρων, στην συγκεκριμένη περίπτωση έπεσα πολύ μέσα η άτιμη!

Υ.Γ. Το ανοσοποιητικό μου πηγαίνει ελαφρώς καλύτερα, ευχαριστώ που ρωτήσατε.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

Μεγαλώνω...

Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή που είναι μικρή. Έτσι δεν έλεγε το άσμα; Έτσι έλεγε, το λέω εγώ και αντιρρήσεις δε σηκώνω διότι έχω κέφια βαρέα σήμερα.
Δεν μας αρέσει να μεγαλώνουμε. Έ παιδιά; Τι; Όχι σε όλους; Εντάξει, αναδιατυπώνω.
Δε μας αρέσει να μεγαλώνουμε. ΄Ε κορίτσια; Ουχί.
Έκατσα λοιπόν και το σκέφτηκα (διότι όρθια δεν πολυκατεβάζει το ξερό μου). Πώς θα γίνει να το αποφύγουμε αυτό το πράμα;
Βρήκα!
Δε θα γιορτάζουμε γενέθλια. Κομμένα. Χρόνια πολλά και σου πα - μου πες δεν έχει. Θα την ακυρώσουμε αυτή τη μέρα βρε αδερφέ, πώς να το πω. Κι όποιος θέλει σώνει και καλά να κάνει φου, ας γίνει πυροσβέστης.
Δηλαδή στο κάτω κάτω για να καταλάβω, ποιος είπε ότι κάθε 365 μέρες πρέπει να παίρνουμε έναν χρόνο; Και ποιος μου λέει εμένα ότι ένα έτος είναι μόνο 365 μέρες; Από πού κι ως πού;

Να θεσπίσουμε έναν καινούριο νόμο, να είναι ο χρόνος 365x2=730 μέρες (η μαθηματική μου διάνοια για άλλη μια φορά αδυνατεί να κρυφτεί). Όχι, άμα πρέπει όπως και δήποτε να τον μετρήσουμε, να τον μετρήσουμε κατ' αυτόν τον ευρηματικό και συνάμα πρωτότυπο τρόπο (όχι επειδή τον βρήκα εγώ, κι εσείς να τον εβρίσκατε πάλι τα ίδια θα έλεγα).
Με ετούτον τον προοδευτικό υπολογισμό λοιπόν, εγώ αυτή τη στιγμή είμαι 14,5 χρονών. Ανήλικη.
Μ' αρέσει λέμε!


Υ.Γ. Γιατί; Έτσι (η πειστικότερη όλων των απαντήσεων).


Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2006

Καυγαδίζω...

Κι ότι είχα κολλήσει κι έλεγα τι να γράψω σήμερις, τι να γράψω σήμερις. Τσουπ, να σου το κι έρχεται το θεματάκι από μόνο του (αυτοβούλως ούτως ειπείν).
Υπήρξα αυτόπτης μάρτυς καυγά. Αντροκαυγά έρχομαι να διευκρινίσω.
Ωραία πράματα!
Εντάξει, ξέρω ότι η ορθή άποψη είναι ότι οι διαφορές δεν λύνονται με τη βία (διότι το σωστό το γνωρίζουμε, ασχέτως αν δεν το εφαρμόζουμε). Δεν θα διαφωνήσω.

Αλλά σάμπως ποιος νοιάζεται για τις διαφορές; Το ξύλο εξυπηρετεί στην εκτόνωση. Και η εκτόνωση είναι απαραίτητη, καθόσον όλοι είμεθα, ποιος λίγο ποιος πολύ, καταπιεσμένα όντα.
Δηλαδή οι πρωτόγονοι γιατί βγάζανε άκρη με τα ρόπαλα; Τι παραπάνω είχαν από μας; Ε; Τι; Ούτε σαν αυτούς δεν είμαστε; Και καυχιόμαστε και για την εξυπνάδα μας οι σύγχρονοι άνθρωποι. Τς τς, τι να πω...
Α, δε σας είπα τελικά το σκηνικό του περιβόητου σημερινού καυγά. Ένας πελάτης έβαλε τις φωνές, ο αφεντικός πήρε ανάποδες, στην αρχή φωνάχτηκαν, μετά βρίστηκαν, και στο τέλος άρχισαν να σπρώχνονται (η τελευταία φάση αποτελεί βεβαίως και το ζουμί της υποθέσεως) και πιαστήκανε στα χέρια.

Μέχρι να πάω να αγοράσω ποπ κορν και κόκα κόλα και να πιάσω μια καλή θέση στην καρδιά των γεγονότων, να σου και μπήκε στη μέση ένας συνάδελφος και τους χώρισε.
Αδικία! Και τον είχα που τον είχα στην μπούκα τον συγκεκριμένο, τώρα ούτε να τον ματαδώ στα μάτια μου δε θέλω. Τι ήθελε κι ανακατεύτηκε; Όλα κι όλα, εγώ επιμένω. Στους δύο τρίτος δε χωρεί.

Υ.Γ. Τώρα που ανάψανε τα αίματα, δεν κρυώνω κιόλας, καθόσον έχει έναν άλφα ψόφο σήμερα.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Σπάζομαι...

Προσπαθώ και θέλω να βλέπω τα πράγματα θετικά και αισιόδοξα.
Και δεν είναι που είμαι σαν την καλή χαρά από φυσικού μου. Δεν είμαι. Είμαι χίλια δυο άλλα πράγματα (όλα καλά εννοείται) από φυσικού μου, αλλά αυτό όχι. Πιέζομαι για να το κάνω, αυθυποβάλλομαι. Κι αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι πλέον θεωρώ πως η ζωή βγαίνει καλύτερα έτσι. Ένιγουέι, αυτό το έχω ξαναπεί κιόλας νομίζω.
Το θέμα είναι, ότι διακρίνω παντού απαισιοδοξία. Κι αυτό με ρίχνει. Νιώθω σαν το μικρό χαζοχαρούμενο παιδάκι που ενώ συμβαίνει κάτι πραγματικά σοβαρό, αυτό εξακολουθεί να θέλει να πάει στο πάρκο και να παίξει.

Αλλά το πρόβλημα μου ποιο είναι. Είναι ότι δεν βρίσκω άλλα παιδάκια να κάνουμε μαζί παιχνιδοκατάσταση. Και μου τη δίνει, μου τη δίνει, μου τη δίνει!!!
Και όπως είναι φυσικό, όταν μου τη δίνει, σπάζομαι. Κι όταν σπάζομαι, αποσυντονίζομαι. Κι όταν αποσυντονίζομαι, δεν γράφω. Όταν δεν γράφω ποιος χάνει;
Όου γιες, εσείς χάνετε βρε, το απειράριθμο φαν κλουμπ μου (προσοχή με τις λεμονόκουπες να μη με βρει καμιά στο δόξα πατρί). Γι' αυτό σας λέω, δείτε την λίγο πιο θετικά τη δουλειά μπας και στρώσουμε!

Υ.Γ. Σήμερα γιορτάζουν οι Ορέστηδε. Κάποτε είχα δηλώσει ότι άμα γνωρίσω άντρα με αυτό το όνομα θα τον επαντρευτώ. Δεν τον γνώρισα ακόμη. Σπάζομαι κι άλλο λέμε!

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Γκρινιάζω...

Γυναίκα είμαι. Μου αρέσει να γκρινιάζω. Στην Ελλάδα ζω. Με παίρνει να γκρινιάζω. Αλλά. Δε θέλω πια να ακούω γκρίνια. Βαρέθηκα, κουράστηκα, μπάφιασα!
Ας δεχτούμε αυτό που λένε, ότι πρέπει να ζούμε την κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία (φτου φτου στον κόρφο μου! Φτύστε κι εσείς στον δικό σας προσωπικό κόρφο... Άνα μπράβο.). Δεν θα είναι κρίμα αν φάμε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της μέρας αυτής με το να σκεφτόμαστε και να χαλιόμαστε με πράγματα αρνητικά; Και να μπορούμε να τα βελτιώσουμε πάει καλά. Όταν δεν μπορούμε, γιατί φταίει η ρημάδα η κενωνία και το ρουφιάνικο κράτος, για ποιο λόγο να χτυπιόμαστε; Ας την δούμε αλλιώς τη δουλειά. Διότι το θετικό, αν δεν υπάρχει, μπορούμε να το δημιουργήσομε. Πώς;
Να απομονώσουμε τα καλά πράγματα και να κοιτάξουμε να απομυθοποιήσουμε κάπως τα άσχημα. Αρνούμαι να δεχτώ ότι αυτή η εποχή είναι η χειρότερη που γνώρισε τούτος ο πλανήτης στην ιστορία του (διότι είμαι και πολυδιαβασμένη έκτός των άλλων), όπως και ότι ο,τιδήποτε δύσκολο συμβαίνει σε μας κάθε φορά είναι το χειρότερο στην υφήλιο (του κερατά πια δηλαδή!).
Τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο τραγικά. Μπορούν πάντα να είναι χειρότερα. Πάντα. Ριμέμπερ δατ.
Και στην τελική, εγώ με τη μαυρίλα δεν μπορώ να τη βγάλω. Δεν βλέπω και τον λόγο. Όχι αγάπη μου, το αγαπάω εγώ το Θεριό, δεν θα το αφήσω να σπαταλιέται!

Υ.Γ. Δεν ξέρω από που μου βγήκε αυτή η υπεραισιοδοξία ξαφνικά. Νομίζω ότι η τυρόπιτα που έφαγα το πρωί ήταν χαλασμένη...

feed me more stupidity