Θεριό Ανήμερο...

Ποιος είδε το Θεριό και δεν το φοβήθηκε;Ε;; Ποιος;;

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007

Εξελίσσομαι...



Υ.Γ. Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007

Σταδιοδρομώ...

Κάποτε, οι γονείς μου ήταν ρομαντικοί.
Μπράβο τους, θα πείτε.
Αμ δε, θα σας πω.
Διότι να είναι ρομαντικοί για την πάρτη τους, με γειά τους με χαρά τους.

Εσύ, μου λένε μια μέρα, για να λύσεις το πρόβλημά σου (το οικονομικό, για τα υπόλοιπα είχαν απογοητευτεί) παιδί μας καλό (ήμουν καλό, αυτό να λέγεται), θα μπεις στο δημόσιο.
Πίστευαν γαρ, ότι θα μπορούσε κανείς να διεκδικήσει αξιοκρατικά μια θέση στο δημόσιο, εφόσον βέβαια πληροί τις κατάλληλες προϋποθέσεις (κι εγώ από προϋποθέσεις άλλο τίποτα, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει).
Εγώ, ούτε να μου είχανε σκοτώσει την μάνα και τον πατέρα (για να είμαι ειλικρινής, στη φάση εκείνη πολύ θα ήθελα εγώ προσωπικά να μου είχα σκοτώσει την μάνα και τον πατέρα). Ούτε να το ακούσω δεν ήθελα.
Οι πρώτου βαθμού πρόγονοί μου δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχαν κάνει λάθος και έβγαλαν ένα τόσο ζαβό παιδί.
Να του προσφέρει κάποιος σταθερή δουλειά, με καλά λεφτά, χωρίς άγχη και αγωνίες, κι αυτός να μη θέλει.
Η άρνησή μου συνεχίστηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αρχικά εξέφρασα τις αντιρρήσεις μου στα πλαίσια ενός πολιτισμένου διαλόγου.
Μετά επέδειξα την μεγαλειώδη έκταση της φωνής μου στα πλαίσια ενός τρικούβερτου (τετρακούβερτου, δε θυμάμαι καλά τώρα, μη σας γελάσω) καυγά.
Όταν πια εξαντλήθηκα από την απεργία πείνας (4,5 ώρες μετά) αναγκάστηκα να υποκύψω.
Εντάξει, θα κάνω τα χαρτιά. Είπα.
Και τα έκανα τα ρημάδια.
Δύο ολάκερους μήνες έτρεχα δεξιά κι αριστερά να βγάλω τα δικαιολογητικά. Δημόσια υπηρεσία από 'δω και ουρά από 'κει μέχρι να μαζέψω το χαρτομάνι που χρειαζόταν να υποβάλλω για να με κλείσουν στη φυλακή ε, να με διορίσουν στο δημόσιο.
Επέρασε ο καιρός, ήγκηκεν η ώρα, βγήκαν τα αποτελέσματα.
Από τις μερικές κατοστάδες ομοϊδεάτες ηλιθίους που είχαν μπει στην ίδια διαδικασία, στους πίνακες που έδειχναν την τελική κατάταξη το περήφανο όνομά μου φιγουράριζε τελευταίο. Και καταϊδρωμένο.
Η ευτυχία μου δεν μπορεί να περιγραφεί (και ξέρετε ότι γενικά τις έχω στο τσεπάκι μου τις περιγραφές). Ένιωθα σαν να με είχαν κλείσει σε ένα κλουβί και ξαφνικά κάποιος να άνοιξε την πόρτα.
Οι αιθεροβάμονες γονείς μου προσγειώθηκαν στην πεζή πραγματικότητα και τώρα δεν μπορώ να τους μαζέψω από αντιεξουσιαστική διαδήλωση σε χουλιγκανική επίθεση. Δε βαριέσαι, το θέμα είναι να εκτονώνεται κανείς.

Το ίδιο πράγμα που φοβήθηκα τότε, εξακολουθεί να με τρομάζει μέχρι σήμερα.
Η πλήξη.
Η ρουτίνα.
Το να κάνεις το ίδιο και το ίδιο, σε ένα αντικείμενο που δεν σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα ούτως ή άλλως.

Μου συνέβη ήδη δύο φορές.
Άλλαξα παντελώς ασχολία, σε μια απόπειρα να δραπετεύσω από την ανία και να δραστηριοποιηθώ σε κάτι πιο ενδιαφέρον.

Θα σας εξομολογηθώ ότι εδώ και καιρό νιώθω να απειλούμαι από την τρίτη (και φαρμακερή ενδεχομένως).
Οι ανασφάλειες βέβαια και το οικονομικό βόλεμα που απολαμβάνει κανείς σε μια δουλειά που παλιώνει, είναι κακοί σύμβουλοι για τέτοιες στροφές.
Και μη με ρωτήσετε τι θα μου άρεσε πραγματικά να κάνω. Σ΄αυτή τη ζωή, δεν την βλέπω να πραγματοποιείται αυτή η λίστα.
Και μεταξύ μας, δεν με βλέπω να κουνιέμαι στο άμεσο μέλλον.

Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινεεε.

Αλλά με τρώει.
Να μην σας το πω;

Υ.Γ. Σε σας το είπα, του χρυσού μου του αφεντικού μην προλάβει να το πει κανείς πριν της ώρας του...

Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2007

Ξεγλιστράω...

Όλοι κάνουμε ερωτήσεις απλά και μόνο από ευγένεια, χωρίς να μας ενδιαφέρει η απάντηση. Όποιος πει το αντίθετο είναι ψευτρόνι (και όποιος λέει ψέματα πέφτει ο ίδιος μέσα).
Προσωπικά προσπαθώ να το αποφεύγω, αλλά δεν μου βγαίνει και πάντα. Συχνά με συλλαμβάνω (γιου χαβ δε ράιτ του ριμέιν σάιλεντ, έβριθινγκ γιου σέι... κου λου που) να ρωτάω πράγματα που δε με ενδιαφέρουν, έτσι από υποχρέωση.
Και αυτό ίσως να μην είναι και τόσο κακό, καθόσον λίγο πολύ το κάνουμε όλοι.
Το κακό είναι, ότι ποτέ δεν θυμάμαι τις απαντήσεις αυτών των ερωτήσεων. Ποτέ όμως.
Οπότε, με βρίσκω πολύ συχνά στην δυσάρεστη θέση να είμαι εν μέσω μιας συζήτησης που τελικά δεν ξέρω τι θέμα έχει.

- Ωπ, τι γίνεσαι; μου λέει προχθές ένας γνωστός μου που είχα αν τον δω καιρό, και είχα να τον δω καιρό προφανώς επειδή δεν ήθελα να τον δω.

- Γεια, λέω με εκείνο το χαμόγελο που δεν κάνει ρυτίδες δίπλα από τα μάτια, πάει να πει είναι ψεύτικο.

- Όλα καλά; δίνει συνέχεια σε έναν διάλογο που θα μπορούσε ήδη να έχει λήξει και να τραβήξει ο καθένας τον ξεχωριστό δρόμο του.

- Καλά εσύ, αναγκάζομαι να συνεχίσω, προφέροντας αυτές τις δύο λέξεις σαν μια χωρίς να βάλω ερωτηματικό μετά το "εσύ", υπονοώντας εσκεμμένα ότι χέστηκα κιόλας (με το συμπάθιο) αλλά τι να κάνεις που πρέπει να μην είμαι και πολύ απότομη (τρομάζουν οι ανθρώποι γύρω μου γαρ).

Έλα όμως που από εκεί και πέρα το σύστημα κάνει αυτόματη εξοικονόμηση ενέργειας και δεν ακούω τίποτα πλέον.
Κοιτάζω το ρολόι μου, για να συνειδητοποιήσω ότι δεν φοράω ρολόι, επεξεργάζομαι τον χώρο γύρω γύρω μπας και βρω κανέναν άλλο γνωστό και γλιτώσω απ' αυτόν αλλά τζίφος, και αφού αποτυγχάνω θυμάμαι ότι πεινάω και αρχίζω να μελετάω τις εναλλακτικές σίτισης.

- Εσύ τι θα έκανες; με εγκαλεί στα εγκόσμια το κακό συναπάντημα.

- Ε;

- Δεν είμαι σίγουρος αν έκανα καλά. Τι λες; διευκρινίζει χωρίς να με βοηθήσει ο άχρηστος ντιπ να καταλάβω το θέμα μας.
Αναγκάζομαι να επικαλεστώ το πιο ασαφές λεξιλόγιο που διαθέτω και δίνω μια απάντηση τύπου:

- Εντάξει, ό,τι έγινε έγινε, δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, θεωρώντας εύλογα ότι αν είχε όντως έρθει το τέλος του κόσμου, κάποιος θα είχε φιλοτιμηθεί να με ενημερώσει κι εμένα.

Κι εκεί ακριβώς έρχεται ο από κινητού θεός να με σώσει και αρπάζω την αφορμή που χρειαζόμουν για να τον χαιρετήσω βιαστικά με την πρόφαση ότι το τηλεφώνημα αυτό ήταν υπέρ-επείγον και θα διαρκούσε ώρες (γιατί, δεν είμαι άξια εγώ να κάνω τηλεσυνδιάσκεψη κορυφής;). Έτσι τον ξεφορτώθηκα λάχα λάχα και την έβγαλα καθαρή.
Άντε να διούμε την επόμενη φορά τι θ' απογίνω.

Υ.Γ. Κατά τα άλλα είμαι πολύ κοινωνικό άτομο, μη νομίζετε...

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Παραμυθιάζω...


Στο στενό μου περιβάλλον, το επαγγελματικό για να διευκρινίσω, είναι ένας άθρωπος. Θα με πείτε τι θα ήταν, ένα ζώο (γιατί, δεν θα μπορούσα να δουλεύω σε τσίρκο;); Το προσπερνάω και συνεχίζω.
Αυτός λοιπόν ο λεγάμενος, είναι ένας από δαύτους που τους αρέσει να λένε ιστορίες. Πολλές ιστορίες. Πάρα πολλές ιστορίες. Συνέχεια, ξανά και ξανά ιστορίες. Θα λιποθυμήσω!
Κάθε φορά που γίνεται κάτι αξιοσημείωτο, έχει να πει ένα σχετικό επεισόδιο που του συνέβη προσωπικά. Σχετικά με τα πάντα.
Και δεν είναι που το λέει. Είναι αφενός που υπερβάλει, αφεδύο που κατά καιρούς επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα με μικρές παραλλαγές (για να μη βαριόμαστε ενδεχομένως).


Κύριε Απαυτούλη (δανείζομαι αυτό το ευρηματικότατο όνομα λογοτεχνική αδεία), σήμερα δεν χτύπησε το ξυπνητήρι (καμία σχέση με το κεφαλοτύρι) μου.
Α, αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ μια φορά που δεν είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι μου και δεν πήγα στη δουλειά, το αφεντικό μου έστειλε περιπολικό να με μαζέψει.

Κύριε Απαυτούλη, δεν βρίσκω που έβαλα ένα τιμολόγιο (για να δείξω ότι έχω και σημαντική εργασία).
Σιγά το πράμα. Εγώ κάποτε είχα χάσει ολόκληρο τον υπολογιστή μου και τον βρήκα μέσα σε μια μυστική κρύπτη που ανακάλυψα στο γραφείο.


Κύριε Απαυτούλη, σήμερα πάλι δεν χτύπησε το ξυπνητήρι (ε πάρε ένα καινούριο χρυσή μου!).
Πού να δεις εγώ μια φορά που δεν είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι του αφεντικού μου και δεν ήρθε στη δουλειά, του έστειλα περιπολικό να τον μαζέψει.

Νούμερο ο τύπος λέμε. Αστείρευτα σκηνικά - που κάποια συνέβησαν στον ίδιο, κάποια στους ήρωες των "Φιλαράκιων" - και δεν κουράζεται να τα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μέχρι τελικής πτώσεως των ταλαίπωρων ακροατών του.

Μα σε ρωτήσαμε κύριε;

Υ.Γ. Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ μια φορά...

feed me more stupidity